Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Κάτι από τα παλιά...


ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ

Να ’σται πιστά καθηλωμένοι στο αρχικό σχέδιο. Αν κάποιος σας κουνηθεί, θα του κοπεί η παροχή ρεύματος. Και οι κινήσεις να συνεχίζουν να διαγράφονται πάντα κυκλικές. Είναι πολύ μακρύς ο δρόμος και γεμάτος από εικόνες του εαυτού σας. Δεν μπορείτε να τις περάσετε και αρκείστε στην ταύτιση των ρόλων σας. Γελάτε, τρώτε, μιλάτε, χέζετε και κάνετε έρωτα πάντα με τα πιστά ομοιώματα που διαλέγετε. Ο κόσμος σας θα ‘ναι πάντα σαν παραμύθι που το επαναλαμβάνετε για την αιώνια νάρκωσή σας. ΕΧΕΤΕ ΛΕΗΛΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ.
Αδερφικά και με αγάπη ρουφάτε το αίμα σα βδέλλες, χαμογελώντας σα να μη συμβαίνει τίποτα. Τα πτώματα διασκορπισμένα στο πέρασμά σας, σαν λουλούδια που απλώθηκαν για την υποδοχή των φανταστικών επιθυμιών σας. Ηδονικές εικόνες περνάν την κάθε στιγμή από μέσα σας και τις κάνετε πράξη για την επιβίωσή σας, καταστρέφοντας πάντα το αυθόρμητο, για τον τελικό σκοπό σας. Η αποχή της δημιουργίας σας φαίνετε στην ηλιοφάνεια αλλά ο δικός σας ήλιος δεν φωτίζει πλέον.

Και τώρα έχει ξαναρχίσει το ίδιο παραμύθι. Όλα έχουν στηθεί για να ‘ναι θαυμάσια τούτη τη γιορτή. Πίσω από τα κατσουφιασμένα πρόσωπα κρύβεται πάντα ο ίδιος ο βρικόλακας που ποτέ δε φάνηκε. Είναι τόσες οι ανάγκες και οι πλαστές επιθυμίες που ο αγώνας μετατοπίζεται στην ικανοποίηση των απωθημένων . Γι’ αυτό όλη τούτη η φάλαγγα που μοιάζει με σωρό από απολιθωμένα κουφάρια, βαδίζει πάντα στα ίχνη της ηδονής. Μιας ηδονής που πάντα επιτυγχάνεται με την χρησιμοποίηση των ατόμων και των ιδίων των εαυτών. Τα δικά μου συναισθήματα τα χρησιμοποιούσατε για τη δικιά σας βόλεψη, αλλά τούτη η πρόσκλησή σας είναι χάρτινη και γαμημένη. Θα σκουπίσω τον κώλο μου και σας την επιστρέφω για τα αρχεία σας. Η επόμενη επιστημονική μελέτη σας θα με βρει με όλα μου τα όπλα στραμμένα πάνω σας.

Οι δολοφόνοι έχουν πάψει πλέον να πλανιώνται στους δρόμους, στις πινακοθήκες και στα παγωμένα πάρκα. Είναι η κούραση μιας ζωής που τους κάνει να κουκουλώνονται στη φωλιά τους και να αλλάζουν μορφές και ρόλους. Ταυτίζονται με τα θύματά τους. Βλέπω πως όλα αρχίζουν να ξαναγεννιούνται με τομή καισαρική προτού την ώρα τους. Αλλά, ήρθε η δικιά μου η ώρα να ξαναρχίσω το κυνηγητό στους ίδιους χώρους. Να, τούτη η ισοπέδωση και η ταύτιση είναι που σας ξεμασκαρώνει μια κι έξω. Το ίδιο μου κάνει και η θανατίλα σας, το ίδιο και οι αναλαμπές σας. Κολλήστε σα Συμπληγάδες και συνεχίστε την ίδια κίνηση αιώνια. Αλλά εγώ, δεν περνάω από το δικό σας μονοπάτι. Θα καταποντιστείτε μοναχοί σας γιατί το κακό που υπάρχει μέσα σας θα μείνει πάντα ανεκπλήρωτο.

Όλο τούτο το λεηλατημένο παρόν απαυτώνεται καθημερινά στα σοκάκια, στους δρόμους και στα σκοτεινά δωμάτια. Το κάθε φτερούγισμα έρχεται και το κόβει η κούραση της φανταστικής επικοινωνίας. Ο καθένας χωμένος χοντρά στο καβούκι του, τραβά το δρόμο της ήσυχης ανάπαυσης. Όλοι τρέχουν να παν για ύπνο. Μόλις ξημερώσει, περιμένουν τη δόση τους να τους χώσει στα γρανάζια των βιομηχανικών οχετών. Ο ίδιος νταλικατζής θα με ρωτήσει τα πλήρη στοιχεία μου και το σκοπό μου, συντροφιά με κάποιο τραγούδι του Μητροπάνου. Αρχίζει να ζεσταίνεται το κορμί μου αφημένο στον ήλιο. ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΟΣΟ ΑΠΡΟΣΩΠΑ.

Τα παιδιά κάθονται κάτω στα χώματα και παίζουν. Οι φαντάροι τρέχουν να πιάσουν τον εχθρό και οι πολεμιστές περνούν οπλισμένοι από τους ίδιους δρόμους. Ο θάνατος παραμονεύει μέσα στα φέρετρα και στα δωμάτια. Οι ήχοι ανεβοκατεβαίνουν σαν εκκρεμές που ξεχάστηκε στην ίδια κίνηση. Αλλά, όλα και όλοι γύρω μου τρέχουν σαν διαστημόπλοια προπολεμικά για τη θεαματική τους πορεία προς την ηδονή. Είναι όμως τόσο λεπτές οι ίνες που κρέμονται άνθρωποι και ανθρωπάκια που μου θυμίζουν παιδικά παιχνίδια. Τα κλαμένα πρόσωπα πίσω από τα παράθυρα λεωφορείων και αεροπλάνων αρχίζουν να γίνονται έτσι αιώνια χαμογελαστά  σα να χαϊδεύουν πολύτιμα πετράδια που ‘χαν κάποτε χάσει. Τερματίζουν οι μέρες που φοβόμουν τον εαυτό μου. Είναι βαθειά τα πηγάδια και σκοτεινά που ανεβοκατεβαίνω ψάχνοντας λίγο νερό, αλλά ακόμη και όταν το βρήκα ήταν δηλητηριασμένο. Αυτό που θέλουν τα λουλούδια είναι μόνο να μεγαλώσουν και να πέσουν στη γη, τίποτα άλλο. Κλείνω τα μάτια μου και περπατώ. Όχι πως δεν θέλω να βλέπω αλλά τούτα που βλέπω όπως δεν καταλαβαίνετε μια κατευθυνόμενη πορεία, κολλητή στα γρανάζια της ηδονής, της φρίκης, της απόγνωσης και του παρελθόντος. ΝΑΙ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ, ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΖΩ, ΟΣΟ ΠΟΤΕ ΑΛΛΟΤΕ.
Έτσι αδειανός όπως τούτη η κόλα με χαρακιές πλανιέμαι.

Βασίλης Αρβανιτάκης (1981)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου